- γερδέλι
- τοκάδος, κουβάς.[ΕΤΥΜΟΛ. Ξεν. όρος < τουρκ. gerdel «κάδος»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γκερδέλι — και γερδέλι και γιορδέλι, το 1. μικρός κάδος για την άντληση νερού 2. ξύλινο δοχείο για το άρμεγμα τών κοπαδιάρικων ζώων. [ΕΤΥΜΟΛ. < (αραβ.) gerdel] … Dictionary of Greek